- ἔκνομον
- ἔκνομοςoutlawedmasc/fem acc sgἔκνομοςoutlawedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκνομος — η, ο (AM ἔκνομος, ον) παράνομος, άδικος («ἐκνομη ενέργεια») μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έκνομον παρανομία αρχ. 1. αποκηρυγμένος 2. τερατώδης, αποτρόπαιος … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek